- πορτί
- (I)τὸΑ(κρητ. τ.) βλ. προς.————————(II)το, Ν [πόρτα]μικρή πόρτα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πόρτις — πόρτῑς , πόρτις calf fem acc pl (epic doric ionic aeolic) πόρτις calf fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυφοπόρτι — το κρυφή είσοδος, μυστική πόρτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυφ(ο) * + πόρτι (< πόρτα), πρβλ. παρα πόρτι, πισω πόρτι] … Dictionary of Greek
προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… … Dictionary of Greek
против — диал. проти, проть напротив , севск. (Преобр.), донск. (Миртов), укр. проти, против, блр. процi, прэ̀цi, др. русск. противъ, противу, ст. слав. противъ, противѫ πρός (Супр.), болг. против (Младенов 531), сербохорв. про̏ти̑в, также про̏ħу напротив … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
πισωπόρτι — το, Ν η πίσω και συνήθως μικρή πόρτα ενός οικήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσω + πόρτα (πρβλ. παρα πόρτι)] … Dictionary of Greek
πρόσω — ΝΜΑ, ποιητ. τ. πρόσσω και πόρσω, αττ. τ. πόρρω, συγκριτ. τ. προσωτέρω και πορρωτέρω, ποιητ. τ. συγκριτ. πόρσιον, υπερθ. τ. προσωτάτω και πορρωτάτω, ποιητ. τ. υπερθ. πόρσιστα, Α επιρρ. (τοπ. με την έννοια τής κινήσεως) προς τα εμπρός (α. «πρόσω… … Dictionary of Greek
per-2 — per 2 English meaning: to go over; over Deutsche Übersetzung: “das Hinausfũhren about” Material: A. Dient as preposition, preverb and Adverb: a. per, peri (locative of Wurzelnomens) “vorwärts, in Hinausgehen, Hinũbergehen about … Proto-Indo-European etymological dictionary